Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
View word page
στόμαχος
στόμαχοςουmreltd.στόμα throatof a person or animal, as the vulnerable partIl. stomachas the organ of digestionPlu.

ShortDef

a mouth, opening

Debugging

Headword:
στόμαχος
Headword (normalized):
στόμαχος
Headword (normalized/stripped):
στομαχος
IDX:
37232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37233
Key:
στόμαχος

Data

{'headword_display': '<b>στόμαχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στόμαχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd.<Ref>στόμα</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>throat<Expl>of a person or animal, as the vulnerable part</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1> <nS1><Tr>stomach<Expl>as the organ of digestion</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στόμαχος'}