Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
View word page
στομαυλέω
στομαυλέωcontr.vb pipew.acc.an aulos-preludewith the lipsopp. the aulosPl.

ShortDef

mimic a aulos with the lips

Debugging

Headword:
στομαυλέω
Headword (normalized):
στομαυλέω
Headword (normalized/stripped):
στομαυλεω
IDX:
37231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37232
Key:
στομαυλέω

Data

{'headword_display': '<b>στομαυλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στομαυλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>pipe<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>an aulos-prelude</Prnth>with the lips<Expl>opp. the aulos</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στομαυλέω'}