Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
View word page
στοματουργός
στοματουργόςόνadjἔργον of a tongueworking in the mouthAr.

ShortDef

word-making

Debugging

Headword:
στοματουργός
Headword (normalized):
στοματουργός
Headword (normalized/stripped):
στοματουργος
IDX:
37230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37231
Key:
στοματουργός

Data

{'headword_display': '<b>στοματουργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στοματουργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tongue</Indic><Tr>working in the mouth</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στοματουργός'}