Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
View word page
στόμ-αργος
στόμαργοςονadjperh.ἀργός perh.with a swift tongueof a personvolubleloud-mouthedA. S.of tiresome talkE.

ShortDef

busy with the tongue, loud-tongued

Debugging

Headword:
στόμαργος
Headword (normalized):
στόμαργος
Headword (normalized/stripped):
στομαργος
IDX:
37229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37230
Key:
στόμαργος

Data

{'headword_display': '<b>στόμ-αργος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στόμ<hyph/>αργος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>perh.<Ref>ἀργός</Ref></Ety></HG> <aS1><Qualif>perh.</Qualif><Def>with a swift tongue</Def><aS2><Indic>of a person</Indic><Tr>voluble<or/>loud-mouthed</Tr><Au>A. S.</Au></aS2><aS2><Indic>of tiresome talk</Indic><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'στόμαργος'}