Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
View word page
στομά-λιμνον
στομάλιμνονουnλίμνη salt-water lake, lagoonperh. as a place nameTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στομάλιμνον
Headword (normalized):
στομάλιμνον
Headword (normalized/stripped):
στομαλιμνον
IDX:
37228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37229
Key:
στομάλιμνον

Data

{'headword_display': '<b>στομά-λιμνον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στομά<hyph/>λιμνον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>λίμνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>salt-water lake, lagoon<Expl>perh. as a place name</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στομάλιμνον'}