Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
View word page
στολοκρός
στολοκρόςόνadjof a personapp.shorn of hairclose-croppedAnacr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στολοκρός
Headword (normalized):
στολοκρός
Headword (normalized/stripped):
στολοκρος
IDX:
37225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37226
Key:
στολοκρός

Data

{'headword_display': '<b>στολοκρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στολοκρός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Qualif>app.</Qualif><Def>shorn of hair</Def><Tr>close-cropped</Tr><Au>Anacr.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στολοκρός'}