Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
View word page
στολμός
στολμόςοῦmστέλλω sg. and pl.attire, apparelE.w.gen.of robes or sim.A. E.for corpsesE. perh.arrangementrigof a sailA.

ShortDef

equipment, raiment

Debugging

Headword:
στολμός
Headword (normalized):
στολμός
Headword (normalized/stripped):
στολμος
IDX:
37224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37225
Key:
στολμός

Data

{'headword_display': '<b>στολμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στολμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>στέλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Tr>attire, apparel</Tr><Au>E.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>of robes or sim.</Indic><Au>A. E.</Au></nS2><nS2><Indic>for corpses</Indic><Au>E.</Au></nS2></nS1> <nS1><Qualif>perh.</Qualif><Def>arrangement</Def><Tr>rig<Expl>of a sail</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στολμός'}