Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
View word page
στόλισμα
στόλισμαατοςnστολίζω equipment, weaponryref. to spearsE.

ShortDef

a garment, mantle

Debugging

Headword:
στόλισμα
Headword (normalized):
στόλισμα
Headword (normalized/stripped):
στολισμα
IDX:
37223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37224
Key:
στόλισμα

Data

{'headword_display': '<b>στόλισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στόλισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>στολίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>equipment, weaponry<Expl>ref. to spears</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στόλισμα'}