Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
View word page
στολίς
στολίςίδοςfστέλλω sg. and pl.garment, dress, robeE. pl.folds, pleatsw.gen.of a garmentE.

ShortDef

a garment, robe

Debugging

Headword:
στολίς
Headword (normalized):
στολίς
Headword (normalized/stripped):
στολις
IDX:
37222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37223
Key:
στολίς

Data

{'headword_display': '<b>στολίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στολίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>στέλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Tr>garment, dress, robe</Tr><Au>E.</Au></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>folds, pleats<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a garment</Expl></Def><Au>E.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'στολίς'}