Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοιχειώδης
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
View word page
στολίζω
στολίζωvbστολίςaor.ptcpl.
στολίσᾱς
pf.pass.ptcpl.
ἐστολισμένος
prob.fold up, stow awaysailsHes. pf.pass.ptcpl.of a warriorequippedw.dat.w. a spearE.of shipsw. emblemsE.

ShortDef

to put in trim

Debugging

Headword:
στολίζω
Headword (normalized):
στολίζω
Headword (normalized/stripped):
στολιζω
IDX:
37221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37222
Key:
στολίζω

Data

{'headword_display': '<b>στολίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στολίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>στολίς</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>στολίσᾱς</Form></Tns><Vc><Tns><Lbl>pf.pass.ptcpl.</Lbl><Form>ἐστολισμένος</Form></Tns></Vc></FG></vHG> <vS1><Qualif>prob.</Qualif><Tr>fold up, stow away</Tr><Obj>sails<Au>Hes.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.pass.ptcpl.</GLbl><Indic>of a warrior</Indic><Def>equipped</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a spear<Au>E.</Au></Cmpl><vS2><Indic>of ships</Indic><Cmpl>w. emblems<Au>E.</Au></Cmpl></vS2></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'στολίζω'}