Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοιχεῖον
στοιχειώδης
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
View word page
στολιδωτός
στολιδωτόςή όνadj of a tunichanging in folds, pleatedX.

ShortDef

hanging in folds

Debugging

Headword:
στολιδωτός
Headword (normalized):
στολιδωτός
Headword (normalized/stripped):
στολιδωτος
IDX:
37220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37221
Key:
στολιδωτός

Data

{'headword_display': '<b>στολιδωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στολιδωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a tunic</Indic><Tr>hanging in folds, pleated</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στολιδωτός'}