Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοιβή
στοιχεῖον
στοιχειώδης
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
View word page
στολιδόομαι
στολιδόομαιmid.contr.vbreltd.στολίζω dress oneself ina fawnskinE.

ShortDef

to dress oneself in

Debugging

Headword:
στολιδόομαι
Headword (normalized):
στολιδόομαι
Headword (normalized/stripped):
στολιδοομαι
IDX:
37219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37220
Key:
στολιδόομαι

Data

{'headword_display': '<b>στολιδόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στολιδόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>στολίζω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>dress oneself in</Tr><Obj>a fawnskin<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'στολιδόομαι'}