Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στλεγγίς
στοᾱ́
στοιβή
στοιχεῖον
στοιχειώδης
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
στολοκρός
στόλος
στόμα
View word page
στολάς
στολάςάδοςfem.adjreltd.στόλος of birdsin close arrayE.dub.seeστιχάς

ShortDef

moving in close array

Debugging

Headword:
στολάς
Headword (normalized):
στολάς
Headword (normalized/stripped):
στολας
IDX:
37217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37218
Key:
στολάς

Data

{'headword_display': '<b>στολάς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στολάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety>reltd.<Ref>στόλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of birds</Indic><Tr>in close array</Tr><Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au><XR>see<Ref>στιχάς</Ref></XR></aS1></AE>', 'key': 'στολάς'}