Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στίχες
στίχος
στίχω
στλεγγίς
στοᾱ́
στοιβή
στοιχεῖον
στοιχειώδης
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
στολμός
View word page
στοιχηδόν
στοιχηδόνadvστοιχέω in a rowrowsAR.

ShortDef

in a row

Debugging

Headword:
στοιχηδόν
Headword (normalized):
στοιχηδόν
Headword (normalized/stripped):
στοιχηδον
IDX:
37214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37215
Key:
στοιχηδόν

Data

{'headword_display': '<b>στοιχηδόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>στοιχηδόν</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>στοιχέω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in a row<or/>rows</Tr><Au>AR.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'στοιχηδόν'}