Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στιχάς
στίχες
στίχος
στίχω
στλεγγίς
στοᾱ́
στοιβή
στοιχεῖον
στοιχειώδης
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
στόλισμα
View word page
στοιχηγορέω
στοιχηγορέωcontr.vbἀγορεύω speak in an unbroken seriesrecite without a breakA.

ShortDef

to tell in regular order

Debugging

Headword:
στοιχηγορέω
Headword (normalized):
στοιχηγορέω
Headword (normalized/stripped):
στοιχηγορεω
IDX:
37213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37214
Key:
στοιχηγορέω

Data

{'headword_display': '<b>στοιχηγορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στοιχηγορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀγορεύω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>speak in an unbroken series</Def><Tr>recite without a break</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στοιχηγορέω'}