Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στιχάομαι
στιχάς
στίχες
στίχος
στίχω
στλεγγίς
στοᾱ́
στοιβή
στοιχεῖον
στοιχειώδης
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στολίς
View word page
στοιχέω
στοιχέωcontr.vb of cavalryform a lineX. fig.be in line, complyw.dat.w. sthg.Plb. go straight aheadnot deviatew.ptcpl.in doing sthg.NT.

ShortDef

to go in a line

Debugging

Headword:
στοιχέω
Headword (normalized):
στοιχέω
Headword (normalized/stripped):
στοιχεω
IDX:
37212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37213
Key:
στοιχέω

Data

{'headword_display': '<b>στοιχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στοιχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of cavalry</Indic><Tr>form a line</Tr><Au>X.</Au> </vS1> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>be in line, comply</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Def>go straight ahead</Def><Tr>not deviate</Tr><Cmpl><GLbl>w.ptcpl.</GLbl>in doing sthg.<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'στοιχέω'}