Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στῑφρός
στιχάομαι
στιχάς
στίχες
στίχος
στίχω
στλεγγίς
στοᾱ́
στοιβή
στοιχεῖον
στοιχειώδης
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδόν
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
View word page
στοιχειώδης
στοιχειώδηςεςadj of a body of matterelementaryArist.

ShortDef

elementary, of the nature of an element

Debugging

Headword:
στοιχειώδης
Headword (normalized):
στοιχειώδης
Headword (normalized/stripped):
στοιχειωδης
IDX:
37211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37212
Key:
στοιχειώδης

Data

{'headword_display': '<b>στοιχειώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στοιχειώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a body of matter</Indic><Tr>elementary</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στοιχειώδης'}