Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στιγματίᾱς
στιγμή
στιγμός
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στίξ
στιπτός
στῖφος
στῑφρός
στιχάομαι
στιχάς
στίχες
στίχος
στίχω
στλεγγίς
στοᾱ́
στοιβή
View word page
στιπτός
στιπτόςή όνadjστείβωof a bed of leavespressed down, compressedS. fig., of a persontoughAr.

ShortDef

trodden down, close-pressed

Debugging

Headword:
στιπτός
Headword (normalized):
στιπτός
Headword (normalized/stripped):
στιπτος
IDX:
37199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37200
Key:
στιπτός

Data

{'headword_display': '<b>στιπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στιπτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στείβω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a bed of leaves</Indic><Tr>pressed down, compressed</Tr><Au>S.</Au></aS1> <aS1><Indic>fig., of a person</Indic><Tr>tough</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στιπτός'}