Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστυφελίζω
ἀποσῡκάζω
ἀποσῡλάω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσῡρίζω
ἀποσῡ́ρω
ἀποσυσσῑτέω
ἀποσφάζω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφάλλω
ἀποσφάττω
ἀποσφρᾱγίζομαι
ἀποσχαλίδωμα
ἀποσχεδιάζω
ἀποσχίζω
ἀποσχοινίζομαι
ἀποσχολάζω
ἀποσῴζω
ἀπότακτος
ἀποτάμνω
ἀποτάσσω
View word page
ἀποσφάττω
ἀποσφάττωAtt.vbseeἀποσφάζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποσφάττω
Headword (normalized):
ἀποσφάττω
Headword (normalized/stripped):
αποσφαττω
IDX:
371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-372
Key:
ἀποσφάττω

Data

{'headword_display': '<b>ἀποσφάττω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀποσφάττω</HL><PS>Att.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀποσφάζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀποσφάττω'}