Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στιγεύς
στίγματα
στιγματίᾱς
στιγμή
στιγμός
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στίξ
στιπτός
στῖφος
στῑφρός
στιχάομαι
στιχάς
στίχες
στίχος
στίχω
στλεγγίς
View word page
στιλπνότης
στιλπνότηςητοςflustre, glossof oilPlu.

ShortDef

brightness

Debugging

Headword:
στιλπνότης
Headword (normalized):
στιλπνότης
Headword (normalized/stripped):
στιλπνοτης
IDX:
37197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37198
Key:
στιλπνότης

Data

{'headword_display': '<b>στιλπνότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στιλπνότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>lustre, gloss<Expl>of oil</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στιλπνότης'}