Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέομαι
στῑ́βη
στῑβήεις
στίβος
στιγεύς
στίγματα
στιγματίᾱς
στιγμή
στιγμός
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στίξ
στιπτός
στῖφος
View word page
στιγμή
στιγμήῆςf minimal markgeom.pointArist. momentw.gen.of timeNT. fig.jot, tiniest scrapw.gen.of sthg.D.

ShortDef

a spot, point

Debugging

Headword:
στιγμή
Headword (normalized):
στιγμή
Headword (normalized/stripped):
στιγμη
IDX:
37190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37191
Key:
στιγμή

Data

{'headword_display': '<b>στιγμή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στιγμή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>minimal mark</Def><nS2><Indic>geom.</Indic><Tr>point</Tr><Au>Arist.</Au></nS2></nS1> <nS1><Tr>moment<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of time</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>jot, tiniest scrap<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στιγμή'}