Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στῆτε
στῑ́ᾱ
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέομαι
στῑ́βη
στῑβήεις
στίβος
στιγεύς
στίγματα
στιγματίᾱς
στιγμή
στιγμός
στίζω
στικτός
στίλβω
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
View word page
στιγεύς
στιγεύςέωςIon.έοςmστίζω tattooerHdt.

ShortDef

one who tattooes, a tattooer

Debugging

Headword:
στιγεύς
Headword (normalized):
στιγεύς
Headword (normalized/stripped):
στιγευς
IDX:
37187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37188
Key:
στιγεύς

Data

{'headword_display': '<b>στιγεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στιγεύς</HL><Infl>έως<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>έος</FmInfl></VInfl></Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>στίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>tattooer</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στιγεύς'}