Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στήριγγες
στήριγμα
στηρίζω
στῇς
στῆσα
Στησίχορος
στήσομαι
στῆτε
στῑ́ᾱ
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέομαι
στῑ́βη
στῑβήεις
στίβος
στιγεύς
στίγματα
στιγματίᾱς
στιγμή
View word page
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοκοιτέωcontr.vbστιβάςκοίτη lie on a palletbed of leavesPlb.

ShortDef

to sleep on litter

Debugging

Headword:
στιβαδοκοιτέω
Headword (normalized):
στιβαδοκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
στιβαδοκοιτεω
IDX:
37180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37181
Key:
στιβαδοκοιτέω

Data

{'headword_display': '<b>στιβαδοκοιτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στιβαδοκοιτέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>στιβάς</Ref><Ref>κοίτη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>lie on a pallet<or/>bed of leaves</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στιβαδοκοιτέω'}