Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλφιτον
ἀγαθοποιέω
ἀγαθός
ἀγαθουργέω
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγακτίμενος
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίᾱσις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμέμνων
ἀγάμιον
ἄγαμος
View word page
ἀ-γάλαξ
ἀ-γάλαξακτοςmasc.fem.adj of ewesmilklessCall.

ShortDef

without milk

Debugging

Headword:
ἀγάλαξ
Headword (normalized):
ἀγάλαξ
Headword (normalized/stripped):
αγαλαξ
IDX:
3717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3718
Key:
ἀγάλαξ

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-γάλαξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-γάλαξ</HL><Infl>ακτος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of ewes</Indic><Tr>milkless</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγάλαξ'}