Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στημονοφυής
στημορραγέω
στήμων
στῆν
στήριγγες
στήριγμα
στηρίζω
στῇς
στῆσα
Στησίχορος
στήσομαι
στῆτε
στῑ́ᾱ
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέομαι
στῑ́βη
στῑβήεις
στίβος
View word page
στήσομαι
στήσομαιfut.mid.στῆσονaor.imperatv.στήσωfut., also aor.subj.seeἵστημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στήσομαι
Headword (normalized):
στήσομαι
Headword (normalized/stripped):
στησομαι
IDX:
37176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37177
Key:
στήσομαι

Data

{'headword_display': '<b>στήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>στήσομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><RefFm>στῆσον<LblR>aor.imperatv.</LblR></RefFm><RefFm>στήσω<LblR>fut., also aor.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στήσομαι'}