Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στημονονητικός
στημονοφυής
στημορραγέω
στήμων
στῆν
στήριγγες
στήριγμα
στηρίζω
στῇς
στῆσα
Στησίχορος
στήσομαι
στῆτε
στῑ́ᾱ
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
στιβάς
στιβέομαι
στῑ́βη
στῑβήεις
View word page
Στησίχορος
Στησίχοροςdial.Στᾱσίχοροςουm Stesichorusearly 6th-C. BC lyric poet, assoc.w. S. Italy and SicilySimon. Isoc. Pl. Arist.

ShortDef

establishing or leading χοροί
Stesichorus

Debugging

Headword:
Στησίχορος
Headword (normalized):
στησίχορος
Headword (normalized/stripped):
στησιχορος
IDX:
37175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37176
Key:
Στησίχορος

Data

{'headword_display': '<b>Στησίχορος</b>', 'content': '<PNE><HG><HL>Στησίχορος</HL><VL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>Στᾱσίχορος</FmHL></VL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>Stesichorus<Expl>early 6th-C. BC lyric poet, assoc.w. S. Italy and Sicily</Expl></Tr><Au>Simon. Isoc. Pl. Arist.</Au> </nS1> </PNE>', 'key': 'Στησίχορος'}