Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στήλη
στηλῑ́της
στήμεναι
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημορραγέω
στήμων
στῆν
στήριγγες
στήριγμα
στηρίζω
στῇς
στῆσα
Στησίχορος
στήσομαι
στῆτε
στῑ́ᾱ
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαρός
View word page
στήριγμα
στήριγμαατοςn supportw.gen.fr. a handE.pl.propref. to a forked support, Lat. furcaPlu.

ShortDef

a support

Debugging

Headword:
στήριγμα
Headword (normalized):
στήριγμα
Headword (normalized/stripped):
στηριγμα
IDX:
37171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37172
Key:
στήριγμα

Data

{'headword_display': '<b>στήριγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στήριγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>support<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>fr. a hand</Expl></Tr><Au>E.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1><nS1><Tr>prop<Expl>ref. to a forked support, Lat. <ital>furca</ital></Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στήριγμα'}