Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέφος
στέφω
στέωμεν
στῆθος
στήλη
στηλῑ́της
στήμεναι
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημορραγέω
στήμων
στῆν
στήριγγες
στήριγμα
στηρίζω
στῇς
στῆσα
Στησίχορος
στήσομαι
στῆτε
View word page
στημορραγέω
στημορραγέωcontr.vbῥήγνῡμι of the rending of clothestear apart the threadsA.

ShortDef

to be torn to shreds

Debugging

Headword:
στημορραγέω
Headword (normalized):
στημορραγέω
Headword (normalized/stripped):
στημορραγεω
IDX:
37167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37168
Key:
στημορραγέω

Data

{'headword_display': '<b>στημορραγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στημορραγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ῥήγνῡμι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of the rending of clothes</Indic><Tr>tear apart the threads</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στημορραγέω'}