Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στέωμεν
στῆθος
στήλη
στηλῑ́της
στήμεναι
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημορραγέω
στήμων
στῆν
στήριγγες
στήριγμα
στηρίζω
στῇς
στῆσα
Στησίχορος
στήσομαι
View word page
στημονο-φυής
στημονοφυήςέςadjφυή of a sturdy temperamentwith a warp-like naturesince the warp-threads are tauter than those of the weftPl.

ShortDef

of the same kind with the threads of the warp

Debugging

Headword:
στημονοφυής
Headword (normalized):
στημονοφυής
Headword (normalized/stripped):
στημονοφυης
IDX:
37166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37167
Key:
στημονοφυής

Data

{'headword_display': '<b>στημονο-φυής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στημονο<hyph/>φυής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φυή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sturdy temperament</Indic><Tr>with a warp-like nature<Expl>since the warp-threads are tauter than those of the weft</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στημονοφυής'}