Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στέωμεν
στῆθος
στήλη
στηλῑ́της
στήμεναι
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημορραγέω
στήμων
στῆν
στήριγγες
στήριγμα
στηρίζω
στῇς
στῆσα
View word page
στημόνιος
στημόνιοςᾱ ονadjστήμωνof or relating to the warpof woolused for the warp-threadArist.

ShortDef

of or like the threads of the warp

Debugging

Headword:
στημόνιος
Headword (normalized):
στημόνιος
Headword (normalized/stripped):
στημονιος
IDX:
37164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37165
Key:
στημόνιος

Data

{'headword_display': '<b>στημόνιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στημόνιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στήμων</Ref></Ety></HG><aS1><Def>of or relating to the warp</Def><aS2><Indic>of wool</Indic><Tr>used for the warp-thread</Tr><Au>Arist.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'στημόνιος'}