Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεφανηφορέω
στεφανηφορίᾱ
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίσκος
στεφανῑ́της
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στέωμεν
στῆθος
στήλη
στηλῑ́της
στήμεναι
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
View word page
στεφανωτρίς
στεφανωτρίςίδοςfem.adj of papyrusused to make garlandsPlu.

ShortDef

of or fit for a crown or wreath

Debugging

Headword:
στεφανωτρίς
Headword (normalized):
στεφανωτρίς
Headword (normalized/stripped):
στεφανωτρις
IDX:
37156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37157
Key:
στεφανωτρίς

Data

{'headword_display': '<b>στεφανωτρίς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στεφανωτρίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of papyrus</Indic><Tr>used to make garlands</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στεφανωτρίς'}