Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεφάνη
στεφανηπλοκέω
στεφανηφορέω
στεφανηφορίᾱ
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίσκος
στεφανῑ́της
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στέωμεν
στῆθος
στήλη
στηλῑ́της
στήμεναι
στημόνιος
View word page
στεφανώδης
στεφανώδηςεςadj like a garlandof foliagefashioned as a garlandE.

ShortDef

like a wreath, wreathed

Debugging

Headword:
στεφανώδης
Headword (normalized):
στεφανώδης
Headword (normalized/stripped):
στεφανωδης
IDX:
37154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37155
Key:
στεφανώδης

Data

{'headword_display': '<b>στεφανώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στεφανώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>like a garland</Def><aS2><Indic>of foliage</Indic><Tr>fashioned as a garland</Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'στεφανώδης'}