Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στερροποιέομαι
στερρός
στέρφος
στεῦμαι
στεφάνη
στεφανηπλοκέω
στεφανηφορέω
στεφανηφορίᾱ
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίσκος
στεφανῑ́της
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωτρίς
στέφος
στέφω
στέωμεν
στῆθος
View word page
στεφανίσκος
στεφανίσκοςουmdimin.στέφανος garlandAnacr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεφανίσκος
Headword (normalized):
στεφανίσκος
Headword (normalized/stripped):
στεφανισκος
IDX:
37150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37151
Key:
στεφανίσκος

Data

{'headword_display': '<b>στεφανίσκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στεφανίσκος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>dimin.<Ref>στέφανος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>garland</Tr><Au>Anacr.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στεφανίσκος'}