Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλφιτα
ἀλφιταμοιβός
ἀλφιτεύω
ἄλφιτον
ἀγαθοποιέω
ἀγαθός
ἀγαθουργέω
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγακτίμενος
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίᾱσις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
View word page
ἀγα-κλυτός
ἀγα-κλυτόςόνadj of a warrior, deity, buildingvery famous, illustriousHom. Hes. Lyr.adesp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγακλυτός
Headword (normalized):
ἀγακλυτός
Headword (normalized/stripped):
αγακλυτος
IDX:
3714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3715
Key:
ἀγακλυτός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγα-κλυτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγα-κλυτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a warrior, deity, building</Indic><Tr>very famous, illustrious</Tr><Au>Hom. Hes. Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγακλυτός'}