Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
στερροποιέομαι
στερρός
στέρφος
στεῦμαι
στεφάνη
στεφανηπλοκέω
στεφανηφορέω
στεφανηφορίᾱ
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίσκος
στεφανῑ́της
στέφανος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωτρίς
View word page
στεφανηφορέω
στεφανηφορέω
dial.στεφανᾱφορέω
contr.vbστεφανηφόρος
wear a garlandE. D. Plu.

ShortDef

to wear a wreath

Debugging

Headword:
στεφανηφορέω
Headword (normalized):
στεφανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
στεφανηφορεω
IDX:
37146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37147
Key:
στεφανηφορέω

Data

{'headword_display': '<b>στεφανηφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στεφανηφορέω</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>στεφανᾱφορέω</FmHL></DL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>στεφανηφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>wear a garland</Tr><Au>E. D. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στεφανηφορέω'}