Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
στερροποιέομαι
στερρός
στέρφος
στεῦμαι
στεφάνη
στεφανηπλοκέω
στεφανηφορέω
στεφανηφορίᾱ
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίσκος
στεφανῑ́της
στέφανος
View word page
στέρφος
στέρφοςεοςn skin, hidew.adj. of a goat, as a garmentAR.

ShortDef

hide, skin

Debugging

Headword:
στέρφος
Headword (normalized):
στέρφος
Headword (normalized/stripped):
στερφος
IDX:
37142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37143
Key:
στέρφος

Data

{'headword_display': '<b>στέρφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στέρφος</HL><Infl>εος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>skin, hide<Expl><GLbl>w.adj.</GLbl> <ital>of a goat</ital>, as a garment</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στέρφος'}