Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
στερροποιέομαι
στερρός
στέρφος
στεῦμαι
στεφάνη
στεφανηπλοκέω
στεφανηφορέω
στεφανηφορίᾱ
στεφανηφόρος
στεφανίζω
στεφανίσκος
View word page
στερροποιέομαι
στερροποιέομαιmid.contr.vbστερρός of a commandermake firm or solidstrengthenhis rearguardPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στερροποιέομαι
Headword (normalized):
στερροποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
στερροποιεομαι
IDX:
37140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37141
Key:
στερροποιέομαι

Data

{'headword_display': '<b>στερροποιέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στερροποιέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>στερρός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a commander</Indic><Def>make firm or solid</Def><Tr>strengthen</Tr><Obj>his rearguard<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'στερροποιέομαι'}