Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
στερροποιέομαι
στερρός
στέρφος
στεῦμαι
στεφάνη
στεφανηπλοκέω
στεφανηφορέω
στεφανηφορίᾱ
στεφανηφόρος
στεφανίζω
View word page
στέροψ
στέροψοποςmasc.fem.adjὤψ of a smoky flamegleaming, flashingS.

ShortDef

flashing

Debugging

Headword:
στέροψ
Headword (normalized):
στέροψ
Headword (normalized/stripped):
στεροψ
IDX:
37139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37140
Key:
στέροψ

Data

{'headword_display': '<b>στέροψ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στέροψ</HL><Infl>οπος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>ὤψ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a smoky flame</Indic><Tr>gleaming, flashing</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στέροψ'}