Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
στερροποιέομαι
στερρός
στέρφος
στεῦμαι
στεφάνη
στεφανηπλοκέω
στεφανηφορέω
στεφανηφορίᾱ
στεφανηφόρος
View word page
στεροπηγερέτα
στεροπηγερέταep.mἀγείρωonly nom. epith. of Zeuslightning-gathererIl.

ShortDef

he who gathers the lightning

Debugging

Headword:
στεροπηγερέτα
Headword (normalized):
στεροπηγερέτα
Headword (normalized/stripped):
στεροπηγερετα
IDX:
37138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37139
Key:
στεροπηγερέτα

Data

{'headword_display': '<b>στεροπηγερέτα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στεροπηγερέτα</HL><PS>ep.m</PS><Ety><Ref>ἀγείρω</Ref></Ety><FG><Case><Lbl>only nom.</Lbl></Case></FG></HG> <nS1><Indic>epith. of Zeus</Indic><Tr>lightning-gatherer</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στεροπηγερέτα'}