Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
στερροποιέομαι
στερρός
στέρφος
στεῦμαι
στεφάνη
στεφανηπλοκέω
στεφανηφορέω
View word page
στέρομαι
στέρομαιpass.vbseeστερέω

ShortDef

to be wanting in, to lack, want

Debugging

Headword:
στέρομαι
Headword (normalized):
στέρομαι
Headword (normalized/stripped):
στερομαι
IDX:
37136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37137
Key:
στέρομαι

Data

{'headword_display': '<b>στέρομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στέρομαι</HL><PS>pass.vb</PS></HG><XR>see<Ref>στερέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στέρομαι'}