Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
στερροποιέομαι
στερρός
στέρφος
στεῦμαι
στεφάνη
στεφανηπλοκέω
View word page
στερνοῦχος
στερνοῦχοςονadjἔχω having a bosomof the land of Attica, ref. to its hillsbosomyS.

ShortDef

broad-swelling

Debugging

Headword:
στερνοῦχος
Headword (normalized):
στερνοῦχος
Headword (normalized/stripped):
στερνουχος
IDX:
37135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37136
Key:
στερνοῦχος

Data

{'headword_display': '<b>στερνοῦχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στερνοῦχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>having a bosom</Def><aS2><Indic>of the land of Attica, ref. to its hills</Indic><Tr>bosomy</Tr><Au>S.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'στερνοῦχος'}