Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
στερροποιέομαι
στερρός
στέρφος
View word page
στερνο-κτύπος
στερνοκτύποςονadjστέρνον of lamentationwith the thud of breast-beatingTim.

ShortDef

beating the breast

Debugging

Headword:
στερνοκτύπος
Headword (normalized):
στερνοκτύπος
Headword (normalized/stripped):
στερνοκτυπος
IDX:
37132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37133
Key:
στερνοκτύπος

Data

{'headword_display': '<b>στερνο-κτύπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στερνο<hyph/>κτύπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέρνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of lamentation</Indic><Tr>with the thud of breast-beating</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στερνοκτύπος'}