Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
στερροποιέομαι
στερρός
View word page
στερκτός
στερκτόςή όνadjto be cherishedS.

ShortDef

to be loved, amiable, loved

Debugging

Headword:
στερκτός
Headword (normalized):
στερκτός
Headword (normalized/stripped):
στερκτος
IDX:
37131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37132
Key:
στερκτός

Data

{'headword_display': '<b>στερκτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στερκτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Tr>to be cherished</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στερκτός'}