Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στέροψ
View word page
στερκτέον
στερκτέονneut.impers.vbl.adj.seeστέργω

ShortDef

one must acquiesce

Debugging

Headword:
στερκτέον
Headword (normalized):
στερκτέον
Headword (normalized/stripped):
στερκτεον
IDX:
37129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37130
Key:
στερκτέον

Data

{'headword_display': '<b>στερκτέον</b>', 'content': '<XE><RefFm>στερκτέον<LblR>neut.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>στέργω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στερκτέον'}