Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
View word page
στέριφος
στέριφοςη ονadj reltd.στερεόςστερρόςof ground, a ship's prow, its beakfirm, hardTh.of a woman's breastAr. reltd.στεῖρα1στερρός 4of a womanbarrenAr. Pl.

ShortDef

firm, solid

Debugging

Headword:
στέριφος
Headword (normalized):
στέριφος
Headword (normalized/stripped):
στεριφος
IDX:
37128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37129
Key:
στέριφος

Data

{'headword_display': '<b>στέριφος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>στέριφος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Ety>reltd.<Ref>στερεός</Ref><Ref>στερρός</Ref></Ety><Indic>of ground, a ship's prow, its beak</Indic><Tr>firm, hard</Tr><Au>Th.</Au><aS2><Indic>of a woman's breast</Indic><Au>Ar.</Au></aS2></aS1> <aS1><Ety>reltd.<Ref>στεῖρα<Hm>1</Hm></Ref><Ref>στερρός</Ref> 4</Ety><Indic>of a woman</Indic><Tr>barren</Tr><Au>Ar. Pl.</Au></aS1></AE>", 'key': 'στέριφος'}