Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέργημα
στέργω
στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
στέρομαι
View word page
στερητικός
στερητικόςή όνadj of a proposition, principleprivativeArist. στερητικῶςadv privativelyArist.

ShortDef

having a negative quality

Debugging

Headword:
στερητικός
Headword (normalized):
στερητικός
Headword (normalized/stripped):
στερητικος
IDX:
37126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37127
Key:
στερητικός

Data

{'headword_display': '<b>στερητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στερητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a proposition, principle</Indic><Tr>privative</Tr><Au>Arist.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>στερητικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>privatively</Tr><Au>Arist.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'στερητικός'}