Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοῦχος
View word page
στέρησις
στέρησιςεωςf deprivation, lossw.gen.of sthg.Th. Pl. D. Arist. Plu. log.privationArist. gramm.negationArist.

ShortDef

deprivation, privation

Debugging

Headword:
στέρησις
Headword (normalized):
στέρησις
Headword (normalized/stripped):
στερησις
IDX:
37125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37126
Key:
στέρησις

Data

{'headword_display': '<b>στέρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στέρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>deprivation, loss<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.</Expl></Tr><Au>Th. Pl. D. Arist. Plu.</Au></nS1> <nS1><Indic>log.</Indic><Tr>privation</Tr><Au>Arist.</Au></nS1> <nS1><Indic>gramm.</Indic><Tr>negation</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στέρησις'}