Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στενυγρός
στένω
στενωπός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνοκτύπος
View word page
στερεό-φρων
στερεόφρωνονοςmasc.adjφρήν of Ajaxstubborn-mindedS.

ShortDef

stubborn-hearted

Debugging

Headword:
στερεόφρων
Headword (normalized):
στερεόφρων
Headword (normalized/stripped):
στερεοφρων
IDX:
37122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37123
Key:
στερεόφρων

Data

{'headword_display': '<b>στερεό-φρων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στερεό<hyph/>φρων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>φρήν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Ajax</Indic><Tr>stubborn-minded</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στερεόφρων'}