Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Στέντωρ
στενυγρός
στένω
στενωπός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
View word page
στερεότης
στερεότηςητοςf hardness, solidityPl. Plu.

ShortDef

hardness, firmness, solidity

Debugging

Headword:
στερεότης
Headword (normalized):
στερεότης
Headword (normalized/stripped):
στερεοτης
IDX:
37121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37122
Key:
στερεότης

Data

{'headword_display': '<b>στερεότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στερεότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>hardness, solidity</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στερεότης'}