Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
στένω
στενωπός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
στερκτέον
View word page
στερεο-παγής
στερεοπαγήςέςadjπήγνῡμι of missilessolid-hardTim.

ShortDef

hard

Debugging

Headword:
στερεοπαγής
Headword (normalized):
στερεοπαγής
Headword (normalized/stripped):
στερεοπαγης
IDX:
37119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37120
Key:
στερεοπαγής

Data

{'headword_display': '<b>στερεο-παγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στερεο<hyph/>παγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of missiles</Indic><Tr>solid-hard</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στερεοπαγής'}